Advertisement

Καλησπέρα σας και χρόνια πολλά,

Είμαι παιδί μόνης μαμάς, η οποία έλαβε την απόφαση να χωρίσει μετά από 25 χρόνια εγκλεισμού σε ένα γάμο πνιγμένο στην γκρίνια και τη μιζέρια, σε ένα σπίτι που δεν επέτρεπε καμία προσωπική εξέλιξη, καμία διασκέδαση, μόνο δουλειά για την επιβίωση (αν και δεν ήμασταν σε τόσο τραγικό σημείο οικονομικά) και μια κάποια ξεκούραση μπρος στο χαζοκούτι. Για να βάλουμε τα γεγονότα σε μια χρονική γραμμή, Ιανουάριο έφυγε η μαμά από το σπίτι και Αύγουστο πήρε κι εμάς, δηλαδή εμένα και τη μικρότερη αδερφή μου.

Advertisement

Ξέρετε τι έγινε σε εκείνους τους μήνες μέσα εις βάρος μας;

Κόλαση.

Δε φτάνει που η μάνα μου πνιγόταν κυριολεκτικά, δε φτάνει που δεν μπορούσαμε να γελάσουμε δυνατά, να πούμε ένα ανέκδοτο, να μιλήσουμε στο τηλέφωνο χωρίς να δώσουμε αναφορά στον κύριο σχετικά με το τάδε τηλεφώνημα, είχε και άποψη!

Έβγαζε τη μάνα μου τρελή, στην κλιμακτήριο, έχει τα ορμονικά της και καλά, έλεγε ότι τριγύριζε με γκόμενους, ότι είχε βάλει ανθρώπους να την παρακολουθούν, ισχυριζόταν ότι είχε φίλους που θα μπορούσαν να της κάνουν μεγάλο κακό αλλά «είμαι μεγαλόψυχος και δε θα φερθώ έτσι στη μάνα των παιδιών μου». Κάθε μέρα μας βομβάρδιζε με ερωτήσεις για να μάθει τι έκανε, κάθε μέρα μου έπαιρνε το μεροκάματο για να αγοράζει τσιγάρα «ε αφού δεν είναι εδώ η μάνα σου» και προσευχόμουν μην πάθω τίποτα και χρειαστώ λεφτά ή να πάθω και να ησυχάσω, τον παρακαλούσαμε να σταματήσει τη γκρίνια κι εκείνος μας κλαιγόταν και μας εκβίαζε συναισθηματικά, ούτε να κάτσουμε 5′ μόνες μας δε μας άφηνε.

Άσε πια τη σχέση μου, που 15′ να αργούσα να γυρίσω από το ραντεβού που με κόπο και παρακάλια εξασφάλιζα γινόταν Κούγκι και γυρνούσε όλο η κουβέντα στη μάνα μου, «την κωλοζωή που κάνει κι άφησε τα παιδιά ορφανά». (Και στο έλεος του σκατοτύραννου έλεγα εγώ.)

Και η μάνα μου ΑΠΛΑ έβγαινε για ένα καφέ/ένα ποτό με φίλες της μετά τη δουλειά, η γυναίκα απλά ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕ, ή ολόκληρα βράδια καθόταν και έβλεπε ΤΑΙΝΙΕΣ που δεν είχε δει, γιατί ο κύριος καταλάμβανε τα βράδια την τηλεόραση και βλέπαμε όλοι αναγκαστικά ό,τι αυτός ήθελε. Τον ενοχλούσαν τα αρώματα, τον ενοχλούσαν οι προσωπικές περιποιήσεις, τον ενοχλούσαν τα μοντέρνα ρούχα και παπούτσια (δεν είπα να βγω με το σουτιέν, με ένα μπλουζάκι της ηλικίας μου εννοώ), τον ενοχλούσαν τα πάντα. Αποτέλεσμα: Ακόμα δεν ξέρω να ντυθώ, να βαφτώ σαν κορίτσι, να ζήσω, πώς το λένε. Τα ίδια κι η αδερφή μου, η οποία για την ιστορία χρειάστηκε ψυχολόγο.

Από τον Αύγουστο που φύγαμε από το σπίτι δεν τον έχω ξαναδεί, ούτε και θέλω. Ποτέ. Αν παντρευτώ, η μάνα μου θα με παραδώσει. Ούτε αν κάνω παιδιά, θα τα δει ποτέ, έστω κι από φωτογραφία. Θέλω να του πω μόνο ένα πράγμα.

Σου αξίζει η μοναξιά.

Για όλο αυτό το ξύλο που φάγαμε, για όλες αυτές τις χαρές και την υγεία που μας στέρησες με το βρωμοτσίγαρό σου και τα παλιολιπαρά που τηγάνιζες κάθε μέρα, για όλα αυτά τα δάκρυα που ρίξαμε και οι τρεις μας, για όλο αυτό το φόβο που νιώσαμε και ακόμα παλεύουμε να αποτινάξουμε από τις ψυχές μας πριν βρεθεί κανένας άλλος όμοιός σου και μας πατήσει όπως μας πάτησες εσύ. Σε είχα ρωτήσει γιατί δεν ήθελες αγόρι κι έλεγες κάτι αηδίες ότι τα κορίτσια είναι χαρά στο σπίτι. Όχι. Για σένα τα κορίτσια ήταν εύκολες δούλες.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που δεν είπες ποτέ ένα μπράβο για τις συνεχείς αριστείες μας, παρά μας ήθελες να είμαστε καλές στο νοικοκυριό. Και περνιόσουν για προοδευτικός επειδή άφηνες τη μαμά να… δουλέψει!

Advertisement

Μείνε μόνος σου τώρα, παρέα με τις παραξενιές σου, την άφατη κακία σου και τη μαύρη σου ψυχή. Σου λέγαμε ότι δεν αντέχουμε άλλο κι απαντούσες με ιταμό υφάκι «έτσι είμαι εγώ». Κάτσε με το εγώ σου τώρα. Μόνος σου.

Κι εύχομαι παρόμοια τύχη σε όλους τους ομοίους σου.

Κασσιανή

Πηγή singleparent.gr

Advertisement