Διάλεξα ἕνα κομμάτι ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, καί ἰδιαίτερα τό «Πάτερ ἡμῶν», γιατί νομίζω εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική προσευχή, ἐφ’ ὅσον εἶναι «Κυριακή» προσευχή, ἡ προσευχή πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος.
Καί νομίζω ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τήν προσευχή πού Ἐκεῖνος ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τή ζωή πού Ἐκεῖνος ἔζησε καί μᾶς δίδαξε τόν ἴδιο τόν ἑαυτόν Του· κι αὐτό εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλη φορά «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰω. ιε´ 5)· ὅπως ἡ σχέση τοῦ κλήματος καί τῆς ἀμπέλου εἶναι μιά σχέση ὀργανική καί ἀθόρυβα προχωρᾶ ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τά κλήματα, ἔτσι καί ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὅλη τήν ὕπαρξή Του, ὁπότε, μέσα στήν προσευχή αὐτή – ἄν τήν κάνουμε συνειδητά καί ἄν τήν ζοῦμε – νομίζω ὅτι ζοῦμε ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ.
Ἀλλά ἄς ἀρχίσουμε νά διαβάζουμε τήν προσευχή αὐτή καί νά τήν παρακολουθοῦμε φράση πρός φράση.
Ἡ πρώτη φράση λέει:
«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Νομίζω ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μιά· πολλές φορές ἀπογοητευόμαστε καί ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ’ ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ἀγαποῦν τό παιδί τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλά γιατί εἶναι παιδί τους· ὁπότε εἶναι μεγάλο πράγμα ἄν αὐτή τή συνείδηση τήν ἀποκτήσουμε καί νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νά ποῦμε τό Θεό Πατέρα μας. Γιατί αὐτή ἡ λέξη τά λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει μέσα στό κλίμα τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ νά εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νά τόν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νά τά ἔχει χάσει καί νά αἰσθάνεται μόνος· ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ὁ Θεός εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μιά ἀσφάλεια, μιά σιγουριά καί ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του.
Θά τολμοῦσα νά πῶ καί τό ἑξῆς: μήπως δέν θἆταν καλύτερα νά μᾶς ἐγκαταλείψουν ὅλοι, γιά νά νοιώθουμε αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Θαρρῶ πώς κι αὐτό μποροῦμε νά τό ποῦμε. Γι’ αὐτό, βλέπετε κι ὁ Κύριος στούς μακαρισμούς Του λέγει: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ διψῶντες, μακάριοι οἱ πεινῶντες, μακάριοι οἱ κλαίοντες…». Δηλ. Μακάρι νά στερηθοῦμε τή στοργή τήν ἀνθρώπινη, νά τά χάσουμε ὅλα, γιά νά νοιώσουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας.
Θυμᾶμαι μιά φορά πού εἴχαμε ρωτήσει μιά γριά στό Παρίσι, Ρωσίδα, τί εἶναι μοναχός, καί αὐτή μᾶς εἶπε αὐθόρμητα ὅτι μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κρέμεται ἀπό ἕνα σχοινί, καί τό σχοινί αὐτό εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νομίζω ὅτι αὐτό τελικά μποροῦμε νά τό ποῦμε γιά κάθε ἄνθρωπο: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά δύναμη στή ζωή του καί ἡ δύναμη αὐτή εἶναι ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στή ζωή καί ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ· κι αὐτός ὁ κάποιος εἶναι δυνατός ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.
«Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Πατέρας μας λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιος πού μπορεῖ νά ἐντοπισθεῖ ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀλλά εἶναι ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, οὐράνιος Πατέρας, ὁπότε, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλος ὁ οὐρανός γίνεται σπίτι μας. Ἔτσι, λοιπόν, μποροῦμε νά νοιώθουμε ἄνετα κι ἐλεύθερα. Γι’ αὐτό, λέγεται, ὅτι ὅταν εἶπαν στόν Εὐάγριο Ποντικό, ἕνα ἀπό τούς πρώτους ἀσκητές τῆς Νιτρίας, ὅτι ὁ πατέρας του πέθανε, αὐτός ἀντέδρασε αὐθόρμητα καί λέει: «Μή βλαστημεῖτε· ὁ Πατέρας μου δέν πέθανε ποτέ»!
Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν πρώτη φράση ὁ Κύριος μᾶς δίνει κουράγιο, μᾶς κάνει δικούς Του ἀδελφούς, καί μᾶς λέει τόν Πατέρα Του νά τόν λέμε καί δικό μας Πατέρα. Καί κάτι ἄλλο λένε οἱ Πατέρες: Λέμε τό Θεό «Πάτερ ἡμῶν» – δέν λέμε ἁπλῶς Πατέρα μου – ὁπότε ὁ Θεός εἶναι ὅλων Πατέρας μας καί, ἔτσι, ὅλοι εἴμαστε μεταξύ μας ἀδελφοί.
Ἡ ἑπόμενη φράση λέει, «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου…».
Σ’ αὐτές τίς δύο φράσεις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας βλέπουν τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἔτσι λοιπόν, σ’ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις «Πάτερ ἡμῶν… ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς. Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. (Ὑπάρχει μάλιστα μιά γραφή τοῦ Εὐαγγελίου παλαιότερη, πού ἀντί νά λέει «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» λέει «ἐλθέτω τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καί καθαρισάτω ἡμᾶς). Ὁπότε ἐδῶ ἔχουμε παροῦσα τήν Ἁγία Τριάδα. Εἶναι αὐτό πού λέμε: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα…, καί εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν…, καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον…».
«Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου…». Παρακαλοῦμε ἐμεῖς νά ἁγιασθεῖ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ, ἄν βλέπουμε αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες, ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό «ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου» μποροῦμε νά τό συνδέσουμε μέ ἐκεῖνο πού λέει ὁ Κύριος: «Ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ» (Ἰω. ιζ´ 19). Καί τό «ἁγιάζω ἑμαυτόν» τοῦ Κυρίου σημαίνει ὅτι, ἐγώ θυσιάζω τόν ἑαυτό μου γιά νά ἁγιασθοῦν ἐν ἀληθείᾳ, στήν πραγματικότητα, οἱ πιστοί. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν καί ἐμεῖς λέμε «ἁγιασθήτω τό ὄνομά
σου», εἶναι σάν νά λέμε, ἄς ἁγιασθεῖ ἡ θυσία τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ ἀπολύτρωση καί ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν. Καί, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», νά ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στήν Πεντηκοστή· καί πάντοτε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά συνεχής Πεντηκοστή.
Μέσα, λοιπόν, σ’ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις βλέπουμε παροῦσα ὅλη τήν Ἁγία Τριάδα. Ἀλλά, μποροῦμε νά δοῦμε σ’ αὐτές τίς τρεῖς φράσεις, καί τήν πραγματικότητα τῆς ἐπικλήσεως τῆς κεντρικῆς εὐχῆς τῆς Θείας Λειτουργίας: Αὐτό πού ὁ ἱερεύς, παρακαλεῖ τόν Οὐράνιο Πατέρα, νά στείλει δηλ. τό Πνεῦμα τό πανάγιον καί νά ποιήσει τόν ἄρτον καί τόν οἶνον Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Καί φθάνουμε στήν τέταρτη φράση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ κεντρική φράση τοῦ «Πάτερ ἡμῶν», καί τό κεντρικό σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί τῆς δικῆς μας ζωῆς:
εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Ἴσως αὐτή ἡ φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου», μπορεῖ νά παρομοιασθεῖ μέ τό «Ἀμήν» τῆς ἐπικλήσεως. Καί αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ κατάληξη καί ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν προηγουμένων φράσεων· στίς προηγούμενες φράσεις λέμε, «ἁγιασθήτω τό Ὄνομά σου», «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», «γενηθήτω τό θέλημά σου». Ἀναφερόμαστε στό Θεό, λέμε τό ὄνομά Του νά ἁγιασθεῖ, ἡ βασιλεία Του νά ἔλθει, τό θέλημά του νά γίνει. Δίνουμε τά πάντα στό Θεό, καί αὐτό ἐπικυρώνεται καί ἀνακεφαλαιώνεται μ’ αὐτή τή φράση, «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Γιά νά καταλάβουμε καλύτερα τί σημασία ἔχει τό «γενηθήτω τό θέλημά σου», θά εἶναι καλά νά θυμηθοῦμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, γιατί κατέβηκε ἀπ’ τόν Οὐρανό: «Ἐγώ καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Καί τό ἄλλο πάλι πού λέει, ὅτι «ἡ κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί…»· ἡ κρίσις μου εἶναι δίκαιη καί σωστή γιατί «οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Καί κάτι ἄλλο: θυμᾶστε πού ὁ Κύριος συναντήθηκε μέ τή Σαμαρείτιδα· ὅταν ἦλθαν οἱ μαθητές, εἶπαν στόν Κύριο: «Ραββί, φάγε»· κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε, ὅτι «ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἥν ἡμεῖς οὔκ οἴδατε…». Ἐγώ ἔχω νά φάω ἕνα φαγητό τό ὁποῖο ἐσεῖς δέν ξέρετε. «Ἐμόν βρῶμα ἐστίν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον».
Αὐτό, λέει, πού ἐμένα μέ τρέφει εἶναι νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Καί νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό βασικό πράγμα τό ὁποῖο καθορίζει τή ζωή τοῦ Κυρίου καί τή ζωή τή δική μας. Γι’ αὐτό βλέπουμε τόν Κύριο στή συνέχεια, τήν ὥρα τῆς Γεθσημανῆ, δηλ. τήν ὥρα τῆς πραγματικῆς ἀγωνίας – θἄλεγε κανείς τήν ὥρα ἑνός δυνατοῦ σεισμοῦ πού τά πάντα δοκιμάζονται, καί ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» – νά λέει «Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ’ ἐμοῦ ἐάν μή αὐτό πίω, γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. κστ´ 42). Αὐτό πού μᾶς εἶπε ὁ Κύριος νά λέμε, καί ἐκεῖνος τό εἶπε στή δύσκολη στιγμή καί προχωρεῖ ὁ Κύριος ἤρεμα, ἀλλά παντοκρατορικά πρός τό πάθος ἀκριβῶς γιατί λέγοντας, «ὄχι τό δικό μου θέλημα, ἀλλά τό δικό σου νά γίνει», ἀμέσως στρέφεται ἐσωτερικά, παίρνει ἄλλη δύναμη καί προχωρεῖ.
Δέν θἆταν ἄσχημα νά πᾶμε τώρα γιά μιά στιγμή καί στή δικιά μας ζωή. Ἀγωνιζόμαστε στή ζωή μας, ἀρχίζουμε, ἔχουμε σχέδια, ἔχουμε προγράμματα, προχωρᾶμε καλά, ἀλλά σέ μιά στιγμή μπορεῖ νά περάσουμε δυσκολίες. Νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν περάσει τή Γεθσημανῆ του.
Καί τήν ὥρα πού τά πάντα καταρρέουν, τότε μόνο τά πάντα ἀνασταίνονται, καί τότε μόνο καταλαβαίνει κανείς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι τό νά ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός καί ὄχι τό δικό μου, αὐτό εἶναι πού μέ τρέφει. Ἐκείνη τή στιγμή πού τά πάντα καταστρέφονται καί δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πουθενά καί κανένα φῶς, καί τά πάντα εἶναι σκεπασμένα μέ σκοτάδι, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεῖ – Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου, ἀμέσως παίρνει μιά ἄλλη δύναμη, ἀνασταίνεται καί προχωρεῖ παντοκρατορικά καί σεμνά πρός τήν ὁδό, πρός τή διάβαση, πρός τό Πάσχα πού εἶναι ὁ Χριστός, σέ μιά ἐξέλιξη πού δέν σταματᾶ ποτέ. Καί τότε, ἐκ τῶν ὑστέρων, θά εὐχαριστεῖ κανείς τό Θεό ὄχι γιά τίς εὐκολίες, ἀλλά γιά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του καί γιά τή Γεθσημανῆ του, ἡ ὁποία τόν ἀνάγκασε, μέσα στήν ἐξάρθρωση τοῦ ἑαυτοῦ του, νά πεῖ τό λογισμό του ἐλεύθερα, νά καταλήξει στό: «Θεέ μου, νά γίνει τό δικό σου θέλημα».
Νομίζω ὅτι αὐτό τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» μοιάζει μέ τό «γενηθήτω» τό δημιουργικό (αὐτό πού λέει ὁ Κύριος, «Εἶπε καί ἐγενήθησαν, ἐνετείλατο καί ἐκτίσθησαν»), καί μέ τό λειτουργικό γενηθήτω (ὅταν ὁ ἱερεύς ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ποιήσει τόν ἄρτον Σῶμα Χριστοῦ καί τό ἐν τῷ Ποτηρίῳ Αἷμα Χριστοῦ καί λέει τό Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν, ὁπότε ἤδη ἔγινε τό μυστήριο. Ὑπάρχει μιά σχέση μεταξύ τοῦ δημιουργικοῦ γενηθήτω καί τοῦ λειτουργικοῦ). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητά πεῖ, Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί σέ μένα, μοιάζει καί μέ αὐτό πού εἶπε ἡ Παρθένος στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου»· νά γίνει σέ μένα, στήν ὕπαρξή μου, μέσα μου, κατά τό ρῆμα σου· Θεέ μου, νά γίνει κατά τό θέλημά σου. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καί παίρνει μιά ἄλλη δύναμη.
Λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ κάπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, ὑπακούοντας στό Θεό, νά γίνει Θεός κατά χάριν, καί νά δημιουργήσει ἐκ τοῦ μή ὄντος νέους κόσμους: ὁ ἄνθρωπος γίνεται τελείως νέος, ὁ ἀδύνατος παίρνει ἄλλη δύναμη καί ὁ νεκρός παίρνει νέα ζωή καί προχωρεῖ. Τότε καταλαβαίνει ὅτι, πράγματι, εἶναι τροφή πραγματική τό νά καταλήξει νά πεῖ ἤρεμα, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου καί ὄχι τό δικό μου».
Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι ὁ ἀληθινός θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού πάει στό πανεπιστήμιο καί παίρνει ἄριστα ἐπειδή θυμᾶται μερικές χρονολογίες καί μερικά ὀνόματα ἤ γράφει μιά ἐργασία· ἀλλά, ἀληθινός θεολόγος πού γνωρίζει ποιά εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος στή δύσκολη στιγμή λέγει: μή τό ἐμόν, ἀλλά τό σόν γενέσθω θέλημα.
Τότε ὅλος ὁ Θεός μπαίνει μέσα του, τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο τόν κάνει θεολόγο, τόν κάνει θεό κατά χάριν καί προχωρεῖ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μέ ἕνα ἄλλο τρόπο μπροστά. Καί ὅπως ὁ Κύριος ἀναστημένος προχωροῦσε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος ἀλλά καί παντοδύναμος μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, προχωρεῖ εἴτε τά προβλήματα εἶναι λυμένα ἤ ἀνοικτά.
Γι’ αὐτό ἄν τυχόν περνᾶμε δυσκολίες ἄς λέμε τό λογισμό μας ἐλεύθερα· ὅπως θέλει κανείς νά ἐκφρασθεῖ, ἄς ἐκφρασθεῖ, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας. Ἀλλά στή συνέχεια ἄς ποῦμε, Θεέ μου, ἐγώ δέν ξέρω, ἐσύ ξέρεις, ἐσύ μέ ἀγαπᾶς πιό πολύ ἀπό ὅ,τι τούς ἀγαπῶ ἐγώ καί πιό πολύ ἀνήκουν σέ σένα ὅλοι ἀπ’ ὅ,τι ἀνήκουν σέ μένα. Ὁπότε ἄς γίνει τό θέλημά σου. Ἄν τυχόν τό θέλημά σου ἐξωτερικά φαίνεται καταστροφή, νἆναι καταστροφή. Καλύτερα μιά θεοθέλητη καταστροφή παρά ὁποιαδήποτε ἐπιτυχία μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, πού εἶναι ἀληθινό χαντάκωμα καί ἀληθινή καταστροφή. Τότε τό «γενηθήτω τό θέλημά σου» εἶναι ἡ φράση πού μᾶς τρέφει καί μᾶς ἀνασταίνει σέ ἕνα ἄλλο χῶρο.
Ἡ ἄλλη φράση εἶναι, «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Ἐδῶ πέρα, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Χριστός, βάζει τόν καθένα μας ὑπεύθυνα γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν λέει, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου στή ζωή μου», ἀλλά νά γίνει τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς, νά γίνει σ’ ὁλόκληρη τή γῆ. Θυμᾶμαι σ’ ἕνα νησί, στήν Κῶ, πού εἶχα πάει μιά φορά εἶχα δεῖ μιά γριούλα. Μοῦ λέει, «Ἐγώ δέν ξέρω γράμματα καί δέν ξέρω νά κάνω καμιά προσευχή, μά οὔτε τό Πιστεύω μπορῶ νά πῶ οὔτε τό Πάτερ ἡμῶν. Γι’ αὐτό, τό βράδυ ὅταν πέσω νά κοιμηθῶ, κάνω τό σταυρό μου καί παρακαλῶ ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλον τόν κόσμο». Μέ ρωτᾶ, «Καλά κάνω;» Τῆς λέω, «Καλά κάνεις».
Βλέπετε, ἡ γριούλα εἶχε συλλάβει τό μυστικό τῆς εὐχῆς αὐτῆς· καί ἐπειδή ζοῦσε μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐπειδή εἶχε τή χάρη τοῦ Χριστοῦ πού κυκλοφοροῦσε μέσα στήν ὕπαρξή της ἀθόρυβα, ὅπως πάει ὁ χυμός τῆς ἀμπέλου πρός τό κλῆμα, γι’ αὐτό, χωρίς νά ξέρει γράμματα, ἔκανε αὐτό τό ἀληθινό: παρακαλοῦσε ὁ Θεός νά ξημερώσει μέ τό καλό ὅλο τόν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν λέμε «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Παρακάτω λέμε, «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον».
Ὅταν φθάσουμε στό σημεῖο νά περάσουμε τή Γεθσημανῆ καί νά ποῦμε στή δύσκολη στιγμή, «Θεέ μου, γενηθήτω τό θέλημά σου» καί δέν δυσανασχετοῦμε, δέν ἀγανακτοῦμε, ἀλλά αὐτό τό δεχόμαστε μέ καρτερία καί ἠρεμία, τότε νομίζω ὅτι εἶναι ἱκανό τό πνευματικό μας στομάχι νά χωνέψει τήν ὄντως τροφή. Καί ἡ ὄντως τροφή πάλιν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἴδατε ὅτι εἶπε: «Ἐγώ εἰμί ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τίς φάγη ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Ἰω. στ´ 51). Ἐγώ εἶμαι ὁ ἀληθινός ἄρτος, ὁ ζωντανός, πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό· καί ἄν κανείς φάει ἀπ’ αὐτόν τόν ἄρτο θά ζήσει καί δέν πρόκειται νά πεθάνει. Δηλ. παίρνει ἀπό τώρα μιά δύναμη καί μιά χάρη, ἡ ὁποία τόν βοηθᾶ νά ξεπεράσει τό θάνατο· ἤδη ἀπό τώρα, ἐνῶ βρίσκεται ἐν σαρκί, βρίσκεται μέσα στήν αἰώνια ζωή.
Γι’ αὐτό ὅταν λέει ὁ Κύριος, «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον», τί ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ; Καί λένε οἱ Πατέρες ὁ «ἐπιούσιος» σημαίνει ὁ ἄρτος πού ἀφορᾶ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἤ ὁ ἄρτος τῆς ἐπιούσης ἡμέρας. Ἐπιοῦσα ἡμέρα εἶναι ἡ ἑπόμενη μέρα· καί ἑπόμενη μέρα εἶναι ὁ ἑπόμενος αἰών, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι λοιπόν, παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς ἀξιώσει τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», τοῦ οὐρανίου ἄρτου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς Τόν δώσει σάν τροφή ἀληθινή ἀπό σήμερα. Καί ἐνῶ βρισκόμαστε ἐν σαρκί, ἐνῶ βρισκόμαστε σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὁ ἀληθινός ἄρτος πού θά μᾶς τρέφει νἆναι ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων, ὁ ἄρτος τῆς «ἐπιούσης ἡμέρας», ὁ ἄρτος τῆς μελλούσης ζωῆς καί βασιλείας.
«Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Ἐδῶ πέρα θυμόμαστε τήν προσευχή τοῦ Κυρίου πού εἶπε γιά τούς σταυρωτές του: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ´ 34). Ὁ Κύριος τούς συγχώρεσε καί ἐπειδή δέν ὑπῆρχε καμιά δικαιολογία γι’ αὐτό, ὁ Κύριος βρῆκε μιά δικαιολογία γι’ αὐτούς, ὅτι δέν ξέρουν τί κάνουν.
«Καί ἄφες ἡμῖν…, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν…». Ἡ φράση αὐτή ἔχει κάτι λίγο πιό ἀπαιτητικό. Δέν μᾶς λέει ὁ Κύριος νά παρακαλοῦμε τό Θεό Πατέρα νά μᾶς βοηθήσει νά συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ἀλλά λέμε ὅτι ἐμεῖς ὁπωσδήποτε συγχωροῦμε. Καί λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι ἐδῶ πέρα, ἐμεῖς σάν νά λέμε στό Θεό Πατέρα νά λάβει ἐμᾶς σάν ὑπόδειγμα καί νά μᾶς συγχωρήσει καί ἐμᾶς.
Ἀλλά ἄν τυχόν ἐμεῖς δέν συγχωροῦμε, τότε τίποτε δέν γίνεται, τό εἶπε ὁ Κύριος ξεκάθαρα: «Ἐάν δέ μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὑμῶν ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. στ´ 15). Μπορεῖ νά πηγαίνουμε στά Κατηχητικά, μπορεῖ νά πηγαίνουμε στίς ὁμιλίες, στήν ἐκκλησία, νά κοινωνοῦμε καί νά προχωροῦμε στήν πνευματική ζωή, μπορεῖ νά κάνουμε θαύματα, καί ὅμως νά μή συγχωροῦμε κάποιον. Ἀλλά ἐάν δέν συγχωροῦμε δέν γίνεται ἀπολύτως τίποτα.
Στό σημεῖο αὐτό θἄθελα νά θυμηθοῦμε κάτι πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στούς ἀνθρώπους πού ἀπευθυνόταν:
«Πονάω γιατί δέν ἔχω χρόνο νά σᾶς δῶ ὅλους χωριστά τόν καθένα σας καί νά ἐξομολογηθεῖτε καί νά μοῦ πεῖτε τά παράπονά σας καί νά σᾶς πῶ καί ἐγώ ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Ἀλλά ἐπειδή δέν μπορῶ νά σᾶς δῶ ὅλους, θά σᾶς πῶ μερικά πράγματα τά ὁποῖα πρέπει νά ἐφαρμόσετε. Κι ἄν αὐτά ἐφαρμόσετε θά προχωρήσετε καλά. Τό πρῶτο εἶναι νά συγχωρᾶτε τούς ἐχθρούς σας». Καί γιά νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί ἤθελε νά πεῖ, τούς δίνει ἕνα παράδειγμα: «Ἤλθαν δύο νά ἐξομολογηθοῦν, ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος. Ὁ Πέτρος μοῦ εἶπε: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τόν καλό δρόμο. Ζῶ στήν ἐκκλησία, ἔχω κάνει ὅλα τά καλά, προσεύχομαι, κάνω ἐλεημοσύνες, ἔχω κτίσει ἐκκλησίες, ἔχω κτίσει μοναστήρια, ἔχω ἕνα μικρό ἐλαττωματάκι, ὅτι δέν συγχωρῶ τούς ἐχθρούς μου». Καί λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, «Ἐγώ, αὐτόν τόν ἀποφάσισα γιά τήν κόλαση, κι εἶπα “ὅταν πεθάνει θά τόν πετάξουν στό δρόμο νά τόν φᾶνε τά σκυλιά”». Μετά ἀπό λίγο ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐξομολογήθη καί μοῦ λέει: «Ἐγώ ἀπό μικρός πῆρα τό στραβό δρόμο, ἔχω κλέψει, ἔχω ἀτιμάσει, ἔχω σκοτώσει, ἔχω κάψει ἐκκλησίες, μοναστήρια, δηλ. εἶμαι σάν δαιμονισμένος· μόνο ἕνα καλό ἔχω, ὅτι συγχωρῶ τόν ἐχθρό μου». Καί λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, «ἐγώ κατέβηκα, τόν ἀγκάλιασα, τόν φίλησα καί τοῦ εἶπα σέ τρεῖς μέρες νά κοινωνήσει».
Αὐτός πού εἶχε ὅλα τά καλά, μέ τήν κακότητα νά μή συγχωρεῖ τόν ἐχθρό του, ὅλα αὐτά τά μόλυνε, ὅπως ἔχουμε 100 ὀκάδες ζυμάρι καί βάζουμε λίγο προζύμι καί κουφίζει ὅλο τό ζυμάρι. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὁ ἄλλος πού ἔχει κάνει ὅλα τά κακά, συγχωροῦσε τόν ἐχθρό του· αὐτό ἔδρασε μέσα σ’ ὅλα αὐτά σάν μιά φλόγα κεριοῦ καί τἄκαψε ὅλα. Νομίζω, ὅτι αὐτό εἶναι βασικό. Καί πολλές φορές ἡ ζωή μας ὁλόκληρη βγάζει μιά ἀποφορά ἀντί νἄναι ἄρωμα Χριστοῦ, καί δέν ξέρουμε γιατί γίνεται αὐτό. Νά συγχωροῦμε, λοιπόν. Νά μήν κρατήσουμε καμιά κακότητα γιά κανένα. Τότε ἡ ζωή μας θά προχωρήσει μπροστά. Ἄν αὐτό δέν κάνουμε, τότε ὅλες οἱ θεολογίες μας κι ὅλες οἱ ἁγιότητές μας πᾶνε χαμένες. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς λέει ὁ Κύριος, «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἕνα ἐλάχιστο πράγμα φτάνει γιά νά σέ βάλει στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἕνα ἐλάχιστο πράγμα μπορεῖ νά βρωμίσει ὅλη τή ζωή μας.
«Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».
Λέμε, «μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος λέει, «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις» (Ἰάκ. α´ 2). Τήν ἀπορία μᾶς τήν λύνουν οἱ Πατέρες.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, λέει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν πειρασμοί: ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς πού γεννοῦν τήν ἁμαρτία· σ’ αὐτούς παρακαλοῦμε τόν Κύριον νά μήν ἐπιτρέψει νά μποῦμε καί νά παρασυρθοῦμε. Ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά ὑπάρχουν ἄλλοι πειρασμοί καί δοκιμασίες, οἱ ἀπροαίρετοι καί ὀδυνηροί πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι κολάζουν τήν φιλαμαρτήμονα γνώμη, οἱ ὁποῖοι σταματοῦν τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, λοιπόν, παρακαλοῦμε νά μήν πέσουμε στούς πρώτους πειρασμούς, τούς ἡδονικούς καί προαιρετικούς, ἀλλά ἄν τυχόν πέσουμε στίς ἄλλες δοκιμασίες πρέπει νά τίς δεχόμαστε μέ κάθε χαρά, γιατί αὐτοί οἱ πειρασμοί φέρνουν τήν γνώση, τήν ταπείνωση, τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί θυμᾶστε αὐτό πού λέει στό Γεροντικό: «ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος». Ἄν βγάλεις ἀπό τή ζωή μας τούς πειρασμούς, αὐτές τίς δοκιμασίες, κανείς δέν πρόκειται νά σωθεῖ.
«…ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ».
Ἡ τελευταία φράση αὐτῆς τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ πρώτη φράση τῆς προσευχῆς εἶναι τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Θεός εἶναι ἡ πρώτη λέξη, ἡ πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δέ εἶναι ὁ πονηρός. Ἡ ζωή μας κινεῖται μεταξύ τοῦ πονηροῦ καί τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρός δέν ἄφησε κανένα ἀπείραστο· οὔτε τόν πρῶτο Ἀδάμ στόν Παράδεισο οὔτε τό δεύτερο Ἀδάμ, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὅταν βγῆκε στήν ἔρημο. Καί λέει ὁ Κύριος πάλι, ὅτι «τό γένος τοῦτο ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μαρκ. θ´ 29). Δέν μποροῦμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τόν πονηρό παρά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Δέν φεύγει ὁ πονηρός μέ τή λογική ὅπως δέν φεύγει τό καρκίνωμα μέ τίς ἀσπιρίνες. Δέν φεύγει ὁ διάβολος μέ τίς ἐξυπνάδες. Λέγει καί ἕνας μοναχός, ὅτι ὁ μεγαλύτερος δικηγόρος δέν μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα μέ τό μικρότερο διάβολο. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά ἀρχίζομε συζήτηση μέ τόν πονηρό. Ἄς τόν ἀφήνουμε καί νά φεύγουμε.
Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εἶναι νά ἀποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ἄν κάτι εἶναι ἀπό τό Θεό ἤ ἀπό τό διάβολο. Μά θά πεῖ κανένας: Ἐγώ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος· πῶς μπορῶ νά ἀποκτήσω αὐτή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εἶναι ἁπλά ἐάν τυχόν κάνουμε συνειδητά αὐτή τήν προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος. Μποροῦμε τώρα νά ἀρχίσουμε ἀπό πίσω: ἐάν συγχωροῦμε τούς ἐχθρούς μας ἀσυζητητί· ἐάν τρεφόμεθα μέ τόν οὐράνιον ἄρτον· ἐάν στή δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου» καί ἐάν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ἐνῶ εἴμαστε πάρα πολύ ἀδύνατοι, θά εἴμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι. Ἐάν, ἀντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωροῦμε τόν ἄλλο, τότε τόν διάβολο ἀπό μυρμήγκι τόν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. Ἀντίθετα, ἐάν λέμε: τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνει, ἐγώ δέν ξέρω τίποτα· ἄν συγχωροῦμε ἀσυζητητί· ἄν τή στιγμή πού μᾶς ἔχουν σκοτώσει, ἐμεῖς, σκοτωμένοι, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν κρατᾶμε καμιά κακότητα γι’ αὐτόν πού μᾶς σκότωσε καί λέμε ἔχει ὁ Θεός, δέν πειράζει· τότε ὁ ἄνθρωπος, αὐτός ὁ ἀδύνατος, εἶναι παντοδύναμος καί μπορεῖ νά τά βγάλει πέρα καί ὁ διάβολος μπροστά του εἶναι μυρμήγκι. Καί προχωρεῖ ἐλεύθερα.
Θυμᾶστε, στή Γεθσημανῆ, ὅταν ὁ Κύριος «γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο» καί εἶπε «οὐ τό ἐμόν θέλημα γενέσθω», ἀναφέρεται ἐκεῖ στήν Ἁγία Γραφή ὅτι, «ὤφθη δέ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ’ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτό» (Λουκ. κβ´ 43). Καί ἐπίσης ὅταν στήν ἔρημο εἶπε, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις», τότε τόν ἄφησε ὁ διάβολος «καί ἰδού ἄγγελοι προσῆλθον καί διηκόνουν αὐτῷ» (Ματθ. δ´ 10-11).
Ἔτσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ’ ἐμᾶς· ἄν λέμε τήν προσευχή αὐτή, ἄν ζοῦμε τή ζωή αὐτή, ὁ πονηρός φεύγει, ἡ διάκριση ἡ πνευματική ἔρχεται μέσα μας καί ἄγγελοι μᾶς διακονοῦν. Καί μποροῦμε νά νοιώσουμε αὐτή τή συντροφιά τῶν ἀγγέλων· καί μποροῦμε ἀπό τώρα νά ζήσουμε στόν Οὐρανό· καί μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε αὐτές τίς φράσεις τίς κυριακές καί νά ποῦμε ὅτι ἡ ζωή μας γίνεται τότε «ἀγγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη». Τότε ὁ ἄνθρωπος ὁ μικρός γίνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παντοδύναμος…
Ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη