Γράφει η Λία Ευαγγελίδου
Υπάρχουν άνθρωποι που ζηλεύουν τις λιακάδες, που απέκτησες με τόσο κόπο, σε παρασύρουν στη βροχή τους και σε αφήνουν εκεί, κλέβοντας τον δικό σου φως από τον κόσμο σου. Ζηλεύουν τη δύναμη να παλεύεις με κάθε αντιξοότητα που προκύπτει. Καραδοκούν να σβήσουν το γέλιο από τα χείλη σου, λες και τους το έκλεψες. Φθονούν που κάθε εμπόδιο το κάνεις σκαλοπάτι για να ανέβεις. Χρησιμοποιούν τα δικά σου πόδια, μέχρι να μπορέσουν να σταθούν στα δικά τους. Αδυνατούν να αναπνεύσουν μόνοι τους, και προσπαθούν μέσα από σένα να πάρουν ζωή, κλέβοντας τις δικές σου ανάσες.
Κι εσύ… Παρόλο που στο διάβα σου συνάντησες τέτοιους ανθρώπους, δεν τους κάκιωσες. Τους άπλωσες το χέρι να κρατηθούν. Τους έδωσες τον ώμο σου να ακουμπήσουν τις λύπες και τα βάρη τους. Τους έδωσες πολλές φορές το φιλί της ζωής, δίνοντας πνοή από την πνοή σου, να τους επαναφέρεις στη ζωή. Τους άνοιξες την καρδιά σου, να μπουν μέσα να νιώσουν την αγάπη. Τους άφησες να δουν το μεγαλείο ψυχής, που κρύβεις μέσα σου.
Εκείνοι… Πίστεψαν πως σε λύγισαν. Νόμισαν πως θα γίνουν δυνατότεροι, μόλις σε γονατίσουν. Θέλησαν να σκοτώσουν την ψυχή σου, μα δεν τα κατάφεραν. Εκμεταλλεύτηκαν την αγάπη, τη δοτικότητα και την καλοσύνη σου. Παρερμήνευσαν την ανέχεια σου με αδυναμία.
Ξέχασαν… Πως λατρεύεις να χορεύεις στην βροχή. Πως σαν γονατίζεις είναι για λίγο. Πως γουστάρεις να γκρεμίζεις ξανά και ξανά ό,τι δεν σου αρέσει, μέχρι να τα κάνεις όλα όπως θες. Το πείσμα σου να ξεκινάς πάλι από το μηδέν, όσες φορές κι αν χρειαστεί.
Κρίμα… Γιατί άγγιξαν την αγάπη, μα δεν την κράτησαν. Γιατί θα παραμείνουν στο σκοτάδι της ψυχής τους. Γιατί με ξένα φτερά δεν πέταξε ποτέ κανείς. Γιατί με δανεικές ανάσες κάνεις δεν έζησε πολύ. Γιατί στο τέλος θα μείνουν συμβιβασμένοι στο λίγο τους, γιατί το πολύ που τους δόθηκε το πέταξαν. Δεν μπορείς να κρατήσεις κακία σε τέτοιους ανθρώπους. Απλά τους λυπάσαι!